- βαπτιζόμενος
- βαπτίζωdippres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάφτισμα — το (AM βάπτισμα, Μ και βάπτισμαν) το μυστήριο του βαπτίσματος, η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο βαπτιζόμενος βυθίζεται τρεις φορές στο αγιασμένο νερό, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και εισέρχεται στους κόλπους της Εκκλησίας νεοελλ. 1. η χάρη που … Dictionary of Greek
βαφτιστής — και βαπτιστής, ο (AM βαπτιστής) 1. αυτός που βαφτίζει κάποιον 2. ο Ιωάννης ο Πρόδρομος που βάφτισε τον Χριστό («Άι μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή Κυρίου», «τοῡ ἁγίου ἐνδόξου Προδρόμου και Βαπτιστοῡ Ἰωάννου») νεοελλ. Βαπτιστές, οι ονομασία… … Dictionary of Greek
υιοθεσία — η / υιοθεσία, ΝΜΑ η ενέργεια τού υιοθετώ, η επίσημη αναγνώριση από κάποιον ενός ξένου παιδιού ως δικού του με νόμιμη διαδικασία, υιοθέτηση νεοελλ. 1. (νομ.) η νομική απόκτηση τέκνου 2. μτφ. έγκριση, αποδοχή ενέργειας, γνώμης, ιδέας ή απόφασης… … Dictionary of Greek
Βόρις ή Μπόρις — Όνομα Βουλγάρων ηγεμόνων. 1. Β. Α’ (; – 907). Τσάρος των Βουλγάρων (852 889). Αρχικά προσπάθησε να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Κροατίας, δίχως όμως επιτυχία. Υπήρξε διορατικός και δραστήριος ηγεμόνας,… … Dictionary of Greek